κιμβιξ

κιμβιξ
    κίμβιξ
    -ῐκος adj. болезненно скупой, скаредный Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κιμβιξ" в других словарях:

  • κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… …   Dictionary of Greek

  • κίμβιξ — niggard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίμβικα — κίμβιξ niggard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίμβικας — κίμβιξ niggard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίμβικες — κίμβιξ niggard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίκκαβος — κίκκαβος, ὁ (Α) 1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη 2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • κιμβεία — κιμβεία, ἡ (Α) η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ (τού κίμβιξ) + επίθημα εία (πρβλ. ανδρ εία, υγι εία)] …   Dictionary of Greek

  • κιμβικεία — και κιμβικία, ἡ (Α) [κίμβιξ] κιμβεία* …   Dictionary of Greek

  • κιμβικεύομαι — (Μ) [κίμβιξ] είμαι φειδωλός, τσιγγουνεύομαι …   Dictionary of Greek

  • κυμινοκίμβιξ — κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ (Α) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + κίμβιξ «τσιγγούνης»] …   Dictionary of Greek

  • λιμοκίμβιξ — λιμοκίμβιξ, ικος, ό, ἡ (Α) αυτός που πεθαίνει τής πείνας από στέρηση λόγω φιλαργυρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κίμβιξ, ικος «φειδωλός, τσιγγούνης»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»